Δια πυρός και σιδήρου

ήταν οι διακοπες μου τον Αύγουστο. Τη Τετάρτη βγήκα απο το Νοσοκομείο. Γεμάτη με εκείνο το συναίσθημα του ως εδώ ήταν, μη το παλεύεις άλλο, δεν σε θέλει. Για μιά ακόμη φορά αφέθηκα. Στα χέρια άλλων που πάσχιζαν για μένα. Για μία ακόμη φορά επέζησα. Εκπληξη αισθάνομαι και ανακούφιση. Μία ευχή έχω. Οχι άλλο πονο.

Τέλη Ιουλίου πήγαμε στο Ναύπλιο με τον Β και την αδελφή μου. Μείναμε στο σπίτι των παιδιών, χωρέσαμε όλοι μια χαρά. Κάναμε τα μπάνια μας, πήγαμε σε βόλτες, πανηγύρια, εκκλησίες, ΄κάτσαμε και στη παραλία μαζί με τις πελώριες γρανίτες μας – τα παγωτά δεν με συγκινούν τόσο όσο οι πολύχρωμες δροσερές γρανίτες του καλοκαιριού. Θυμάμαι παλιά, πρίν 30 και βάλε χρόνια που έπαιρνα τα παιδιά και πηγαίναμε βόλτα στο Μπάτη. Εκεί είχε ένα περίπτερο που πούλαγε παγωτά ξυλάκι με γεύση γρανίτας, σκέτος πάγος με χρώμα ήταν, αλλά τα μικρά κάνανε τόσο χάζι αφού τρώγανε τα παγωτά, γιατί οι γλώσσες τους παίρνανε χρώμα, ήταν πότε κόκκινες (γρανίτα φράουλα), πότε κίτρινες (λεμόνι), πότε πορτοκαλιές (ροδάκινο) και πότε πράσινες (φυστικι). Στο Ναύπλιο λοιπόν παίρναμε γρανίτες σε ψηλά ποτήρια και σιγοπίναμε ως αργά το βράδυ παρατηρώντας τις στρατιές των τουριστών και των καλοντυμένων ντόπιων που πήγαινε πέρα-δώθε.

Ο στόχος μας ήτανε να φύγουμε μόλις ερχόντουσαν τα παιδιά, ακολούθησα Μαριλένα τη συμβουλή σου για να αποφεύγουμε τις φιλονικίες. Γι’αυτό το λόγο πήραμε και τη Φοφώ μαζί, ώστε αν μας έλεγαν τα παιδιά «γιατί δεν κάθεσθε» να λέγαμε ότι δεν χωράμε να μείνουμε όλοι μαζί.

Τα παιδιά ήρθαν ένα Σάββατο και εμείς είχαμε στόχο το ίδιο Σάββατο, αφού τα βλέπαμε λίγο να φύγουμε. Θα οδηγούσε ο άντρας της Φοφώς, με ένα αυτοκίνητο είχαμε έρθει, όλα στρωτά προγραμματισμένα τα είχαμε. Αυτό που δεν προβλέψαμε ήταν τον πόνο. Ηρθε σε μένα λίγο μετά το μεσημέρι. Δυνατός, στην αριστερή πλευρά, στη κοιλιά. Διπλώθηκα στα δύο ουρλιάζοντας. Και δεν είναι καθόλου εύκολο να διπλώνομαι γιατί είμαι παχουλή.  Μια χαρά δίπλωμα έκανα. «Χλώμιασες μάνα και πρασίνισες» μου είπε ο Πέτρος μετά. Ετρεξα στη τουαλέττα και ..έμεινα εκεί. Τρομεροί οι πόνοι και διάρροια. Ιδρωνα και είχα ταχυκαρδία. Ο Β κάλεσε το γιατρό μου στο κινητό. Οπως μου είπαν μετά, ειδοποιήθηκε το τοπικό νοσοκομείο και έστειλε ασθενοφόρο. Μου βάλανε μία μεγάλη πάνα (για τη διάρροια) και οξυγόνο και με σειρήνα με πήγαν Αθήνα στο Νοσοκομείο. Μου κάναν και μία ένεση και ήμουνα μεταξύ ξύπνιου και κοιμισμένου, δεν πόναγα τόσο τότε.

Οπως μου είπαν αργότερα, την ίδια νύχτα το σύμπτωμα χτύπησε τον Πέτρο και τη Μ. Τον Β, τον έπιασε τρέλλα. Απο τη μία είχε εμένα στο Νοσοκομείο με το οξυγόνο, γιατί ναί μεν πέρασε ο πόνος, αλλά είχα κουράσει με όλα αυτά λίγο τη καρδιά μου και μου συνέστησαν να μείνω μέσα για παρακολούθηση. Απο την άλλη έχοντας το Πέτρο και τη Μ με γαστρεντερίτιδα στο Ναύπλιο, ήθελε να πάει να βοηθήσει.

Και πέρασαν 10 μέρες. Τα παιδιά έγιναν καλά μόνα τους, δεν ξέρω ποιός πήγε και τους πήρε φάρμακα, σίγουρα όχι η κα Π, κάποιος γείτονας, φίλος ποιός ξέρει! Μόλις γίνηκαν καλά τα μαζέψανε και γυρίσανε. Να βοηθήσουν εμένα.

Βγήκα απο το Νοσοκομείο τη Τετάρτη, με λατρεία φίλησα τη πόρτα του σπιτιού μου, ευχαριστώντας το θεό που μου έδωσε παράταση.

Ακόμη λίγο καιρό, εδώ, μαζί