Ενας έρωτας μεγάλος..

που στα χρονικά δεν έχει γραφτεί άλλος. Μιά φορά και έναν καιρό σε μία νεόκτιστη πολυκατοικία της δεκαετίας του ’70, μία χήρα αγόρασε 1 διαμέρισμα για να μείνει με το γιό της που τότε ήταν παλληκαράκι. Η χήρα που ήταν σχετικά κοτσονάτη, έπιασε σχέσεις με όλους τους γείτονες, ψάχνοντας σίγουρα για γαμπρό, αλλά ωσπου να τον βρεί πήγαινε και με κανέναν παντρεμένο. Εννοείται οτι τις δουλειές αυτές τις έκανε όταν ο γιός έλειπε, είτε γιατί ήταν στο σχολείο του, είτε για εκδρομές, εξοχή, στο χωριό. Αργότερα πήγε για σπουδές στη Θεσσαλονίκη και το πράγμα ξέφυγε. Αρραβωνιάστηκε η μητέρα του αλλά αντίγ για κουφέτα, εγινε ένας τρικούβερτος καυγάς στη πολυκατοικία με φωνές, ξυλιές και ουρλιαχτά γιατί κάποιος «τα πρόλαβε» του μελλοντικού συζύγου που ήταν ξενομερίτης και τη ρώτησε, εκείνη τα μάσησε και ο νέος σήκωσε τη χείρα. Βεβαίως γάμος δεν έγινε. Εμεινε όμως η ρετσινιά στο διαμέρισμα. Γύρισε και το παιδί της απο τη Θεσσαλονίκη και δήλωσε ότι θέλει να γίνει παπάς και πήγε σε Ιερατική Σχολή. Η μητέρα του χάρηκε απο τη μία γιατί θα γινόταν παπάς ο γιός της, απο την άλλη δυσαρεστήθηκε γιατί θα ήταν στην Αθήνα, στούμπος και εκείνη δεν θα είχε το ελεύθερο να μπαζοβγάζει τους αγαπητικούς της. Γιατί παρόλλα τα χρονάκια της, θα ήταν τότε γύρω στα 65, τη θέλανε πολλοί, σιτεμένοι μεν αλλα καλοστεκούμενοι δε. Ετσι η κοινή ζωή συνεχίστηκε, αλλά με καυγάδες γιατί ο γιός σήκωνε το χέρι και την έκανε τόπι τη χήρα…και εκείνη τον νύχιαζε στο πρόσωπο και κυκλοφορούσαν και οι δυό στο δρόμο σε κακό χάλι. Οι κακές γλώσσες λέγανε ότι 2-3 φορές την είχε πιάσει στα πράσα με κάποιον αγαπητικό και την είχε δείρει τη μία φορά μετά τον έδειρε ο αγαπητικός και τέλος η σχέση μεταξύ μάνας και γιού καταστράφηκε μιά μέρα ανήμερα Κυριακής του Πάσχα όταν επέστρεψε η μανα απο το ταξίδι της αναπάντεχα και τον βρήκε παρέα με 2 άντρες να τον καβαλάνε. Εκεί σκοτωθήκανε, γιατί βγήκε απο το διαμέρισμα τσιρίζοντας και χτύπαγε τις πόρτες ουρλιάζοντας ότι ζώ με έναν ανώμαλο, έναν φλώρο, έναν κύναιδο..πανζουριλισμός, γέλια μέχρι δακρύων γιατί τη κυνήγησε ο «ανώμαλος» γιός τσιτσίδι στην αρχή και με ένα σόρτς μετά στις σκάλες «που θα με πείς εμένα ανώμαλο, παλιοπουτάνα που δεν έχεις αφήσει π***για π*** που δεν ρούφηξες»…και πάει λέγοντας, μέχρι που τους μάζεψε το 100. Και μετά η χήρα μετακόμισε. Και μας έμεινε ο γιός.

Ερχόμαστε λοιπόν στις μέρες μας…μέρες της δεκαετίας του 90. Με το ασανσέρ να ανεβοκατεβαίνει ένας κοτσωνάτος παπάς. Ανύπαντρος, σοβαρός, μένει μόνος, δεν ενοχλεί, πληρώνει κανονικά τις υποχρεώσεις του. Κατά καιρούς ακούγεται να ψέλνει, αλλά παπάς είναι τι άλλο να κάνει. Την ιστορία του βέβαια τη μάθαμε απο τους παλαιότερους. Ομως τελικά τα μήλα πάνε κάτω απο τις μηλιές.  Πρώτα τα έφτιαξε με μία γυναίκα που του εξομολογείτο τις αμαρτίες της. Είχε πολλές αμαρτίες κάνει, η περιπεσούσα γυνή, και ο παπάς τη τιμωρούσε για να την εξαγνίσει και μετά να τη βυθίσει σε ακόμη περισσότερες αμαρτίες. Την έδερνε στο διαμέρισμά του, αφού της έκλεινε το στόμα για να μην ακούγεται και μετά βυθιζόντουσαν μαζί σε πολλές ακόμη αμαρτίες. Αυτή όμως άφηνε το κινητό της να αναμένο και έγραφε τις συνομιλίες..έτσι όταν ο σύζυγος ξύπνησε απο τη νάρκη του και κατάλαβε ότι τα κέρατά του είχαν φθάσει μέχρι τα Μέγαρα, έβαλε κάποιους και τη παρακολούθησαν και βρήκε ότι μόνο στο σπίτι του παπά πήγαινε..και ώρες που έλειπε ο κόσμος ο πολύς είτε στις δουλειές, είτε στο σχολείο. Και μία Τετάρτη πρωϊ τους πιάσανε στα πράσα, σαματάς μεγάλος γιατί ο σύζυγος και οι φίλοι του τον βάλανε κάτω τον παπά και δεν ξέρω και εγώ τι του κάνανε..γιατί μετά δεν μπορούσε να περπατήσει, η περιπεσούσα τη γλύτωσε με 2-3 σφαλιάρες.

Και η ιστορία τελειώνει εδώ; Που είναι ο έρωτας ο μεγάλος που μας έταξες;

Η ιστορία συνεχίζεται μέχρι σήμερα. Ο Β πέθανε απο γηρατειά, τα παιδιά μου και τα εγγόνια μου μεγάλωσαν, τα δικά μου μαλλιά άσπρισαν και αυτοί οι 3 είναι μαζί. Ναί η περιπεσούσα και ο παπάς βλέπονται ακόμη, χώρια βλέπει ο παπάς και το σύζυγο. Καμμιά φορά πάει το ζευγάρι μαζί, για να εξομολογηθούν στο σπίτι του παπά φαντάζομαι together in electric dreams.

Eρωτας.

Η πόλη

Τελευταία κάθομαι και σκέφτομαι τη πόλη που ζώ, τις πόλεις που είχα ζήσει παλιά και περπατήσει και γνωρίσει και αγαπήσει και αποχωρίσει απο αυτές. Επιασα ένα τετράδιο και άρχισα να γράφω για τις πόλεις αυτές. Ολες είχαν κοινά χαρακτηριστικά αλλά και τη δική τους προσωπικότητα. Κατέγραψα φερ’ειπείν και μερικά ξεχωριστά γνωρίσματα όπως τότε που είχα μείνει στη Καλαμπάκα, δεν μπορεί κανείς να αγνοήσει τα Μετέωρα που δεσπόζουν απο πάνω της ή στη Θεσσαλονίκη όλα αυτά τα Οθωμανικά κάστρα και τα τζαμιά. Ομως η αρχαιολογική κληρονομιά του κάθε τόπου δεν ταυτίζεται με τη ψυχοσύνθεση του ντόπιου, η ιστορία κάθεται απο τη μιά μεριά και ο κάτοικος είναι απο την άλλη, στη μέση η άβυσσος των ετών που τους χωρίζουν.

Ο ντόπιος πληθυσμός επηρεάζεται μόνο απο τα σύγχρονα ερεθίσματα που παίρνει και που προσπαθεί να τα συγχωνεύσει στη καθημερινότητά του και την ιδιοσυγκρασία του. Ενώ σαν Ελληνες είμαστε όλοι της ίδιας ράτσας και νοοτροπίας, διαφέρουμε μεταξύ μας ανάλογα με τη πόλη που ζούμε. Οι Κερκυραίοι είναι πολύ διαφορετικοί απο τους Καλαμπακιώτες και οι Κοζανίτες απο τους Κυθηριώτες. Γενικά οι νησιώτες είναι πιο χαρωποί, ίσως η θάλασσα τους μαγεύει, τους ηρεμεί ή τους προσφέρει αλλαγή – και ο τουρισμός που έρχεται σε κοπάδια με καράβια και αεροπλάνα τους μεταμορφώνει σε ευχάριστους κατοίκους ίσως και πλουσιώτερους. Στη Κοζάνη δεν πάνε πολλοί τουρίστες, δεν θέλουν να αναπνέουν τον αέρα της Πτολεμαϊδας και κανείς δεν λέει το αντίθετο. Στη Κοζάνη, οι ντόπιοι λέγανε τα παιδιά μου Αούτους, απο το «άουτ», που σημαίνει μάλλον ξένος, και εμένα έτσι με λέγανε. Δεν θέλανε πολλά πολλά με εμάς, κάθονται στις δικές τους τρύπες και μαγειρεύανε λαχανοντολμάδες όλοι μαζί. Μία πόλη να μυρίζει λαχανοντολμά κάποιες εποχές του χρόνου. Στη Κομοτηνή ήταν η καλύτερή μου : ανακατευόμουνα μέσα στα παζάρια με τις τουρκάλες και τις ακολουθούσα στις επιλογές τους για μαγαζιά, καθόμουνα στην ουρά πίσω τους για φρεσκοκομμένο καφέ ή για λουκούμια. Οι ελληνικές οικογένειες που γνώρισα απο το σχολείο των παιδιών μου στη Κομοτηνή ήταν εξαιρετικές, φιλόξενες, ευχάριστες, είχαμε να πούμε τόσα πολλά, για ραψίματα, για συνταγές, τα παιδιά μιάς οικογένειεας είχαν προθυμοποιηθεί να μας πάνε βόλτα στην ύπαιθρο, δεν πρόλαβα μόνο να μάθω τη τοπική διάλεκτο..κατι λέξεις μόνο. Στη Κρήτη, στα Χανιά, είχα μείνει 2 χρονια περίπου έκανε ζέστη και είχα βάλει τη ραπτομηχανή σε ένα σκιερό μέρος στο μπαλκόνι – είχε τέντα απο πάνω. Νωρίς το πρωϊ σηκωνόμουνα και έραβα και θυμαμαι τις γειτόνισες να βγαίνουν έξω και να με κυττούν. Μετά όταν έπιανε η ζέστη και έμπαινα μέσα μαζί με το τροχήλατο τραπεζάκι της ραπτομηχανής, ερχόντουσαν μία-μία «άκουσα τη ραπτομηχανή σας, σας είδα να ραβετε, έλεγα λές να είναι μοδίστρα, ξέρετε και εγώ δούλευα ράφτρα σε..» και πιάσαμε φιλίες. Τι μεγάλα κέφια κάναμε τότε, ο Β ήταν μονίμως τύφλα με τις τοπικές ρακές και κρασιά, ευτυχώς, έτσι τσιλιμπούρδιζε λιγώτερο – το πολύ ποτό δεν βοηθάει, δεν σηκώνονται οι προκόπηδες και γίνεσαι ρεζίλι.

Οι πόλεις μας αλλάζουν, όταν ερχόμαστε απο διαφορετικές νοοτροπίες ή αλλάζουμε εμείς τις πόλεις φέρνοντας διαφορετικό τρόπο ζωής. Μερικές πόλεις θέλουν να αναβαθμιστούν, να προσφέρουν καλύτερη ποιότητα ζωής στους πολίτες τους όπως τα Τρίκαλα και η Λάρισα που έβαλαν ποδηλατόδρομους σε κάθε σημείο, έμαθαν το κόσμο να τους σέβεται και τους τουρίστες τους εκπαίδευαν, αν δεν θέλεις να συμμορφωθείς μην έρθεις.  απο πολύ παλιά. Αλλες πάλι πόλεις δεν κάνουν καμμία κίνηση για αναβάθμιση, αντίθετα χαλάνε και την υπάρχουσα ποιότητα π.χ. στο φαγητό της ταβέρνας αυξάνοντας τη τιμή και μειώνοντας τη ποιότητα (χωριάτικη σαλάτα όπου οι ελιές, το ελαιόλαδο και η φέτα μπαίνουν έξτρα ΑΜΑ τις ζητήσει ο πελάτης.  Φαντάσου να είσαι Ελληνας και να σου φέρει ο πονηρός μία χωριάτικη χωρίς λάδι, φέτα και ελιές και να τα χρεώσει και έξτρα, σκαρφαλώνεις στο πάγκο και του βαράς δυο σφαλιάρες να συνέλθει) γιατί σου λέει, έρχονται για τα αρχαία, τα μοναστήρια, τη παλιά πόλη, το κάστρο δεν πειράζει αν η μπριζόλα είναι ακριβή σόλα.  Η εκμετάλλευση της ιστορίας μας με το χειρότερο τρόπο.

Και μετά έχουμε τις πόλεις του εξωτερικού, εκεί που τα σύνορα δείχνουν και τις νοοτροπίες των λαών. Πως ανάκατοι λαοί ζούν και πορεύονται κάτω απο ένα κράτος που δίνει τη γραμμή. Αντίθετα με την Ελλάδα που οι άνθρωποι δίνουν τη γραμμή της πόλης, που χαράζουν τη ρότα αν θέλεις να το πείς, στο εξωτερικό ο θεσμός του Κράτους χαράζει τη ρότα των πόλεων – οι παλαιοί πολίτες εκπαιδεύουν τους νεώτερους ωστε να κρατηθεί ο επιλεγμένος τρόπος ζωής. Αν δεν σ’ αρέσει δρόμο. Δεν μπορείς να βάλεις πιστολάκι για να στεγνώσεις τα μαλλιά σου στις 23.00 στην Ελβετία γιατί μπορεί να ενοχλήσεις το γείτονα που κοιμάται. Ενώ στην Ελλάδα ακούγεται αστείο να μη μπορείς να κάνεις οτιδήποτε χωρίς να δίνεις λογαριασμό, στη Γερμανία έτσι και κλείσεις το δρόμο για να μετακομίσεις (για 1 ώρα δλδ) και δεν έχεις πάρει άδεια σε καρφώνουν οι γύρω κάτοικοι και σε μαζεύει η Αστυνομία. Και μετά πάμε και λέμε «πω, πω τι καθαρή που είναι η Σιγκαπούρη, ούτε μία γόπα δεν είδα κάτω», χα! ενώ στην Ελλάδα ρεύονται και φτύνουν ακόμη και στο αυτοκίνητό σου.

Αρα, δεν σ’ αρέσει η Ελλάδα. Μ’ αρέσει η Ελλάδα, μ’ αρέσει να κάνω του κεφαλιού μου χωρίς να φοβάμαι μη με καρφώσει ο γείτονας (που θα έχει και εκείνος κάνει τις πομπές του). Μ’ αρέσει η δική μου πόλη, που είναι κοντα στη θάλασσα αλλά δεν τη βλέπω τη θάλασσα, πρέπει να περπατήσω για να πάω κοντά της. Κάτι πρέπει να κάνω για να προσεγγίσω αυτό που αγαπώ. Και ας είμαι πεισματάρα και λίγο ανυπότακτη. Οπως όλοι στη ράτσα μου. Οπως όλοι εσείς, εμείς.