Τη πρόσκληση μου την έκανε η Ζουζουνα, γράφω λοιπόν μία ιστορία βάσει φωτογραφίας. Η φωτογραφία ΔΕΝ κατεβαίνει, σας παραπέμπω πάλι στη ζουζούνα για να τη δειτε
Κάλπαζε για πολλές νύχτες πάντα δίπλα σε ρυακια. Για να δροσίζεται και να πίνει. Για να βρίσκει και φαγητό, όλο και κάτι φύτρωνε δίπλα σε νερά. Την ημέρα κατέφευγε σε τρύπες των δένδρων ή αν ήταν τυχερός σε σπηλιές. Μακριά απο την οποιαδήποτε ανθρώπινη παρουσία. Είχε μάθει να αποφεύγει τους ανθρώπους, κάτι με τις άγριες ματιές τους, τα όπλα τους και τα σχοινιά που προσπαθούσαν να τον παγιδέψουν τον τρόμαζαν. Τους ενδιέφερε αφάνταστα γιατί ήταν ο τελευταίος του είδους του. Ο τελευταίος που προπορευόταν ελεύθερος. Ο τελικός κρίκος της παλιάς θρησκείας. Εκείνοι θέλανε να πιάσουν ένα μύθο. Εκείνος ήθελε να παραμείνει μύθος.
Είχε όμως αποκάμει. Η μία του γάμπα είχε πιάσει πύον, απο ένα χτύπημα που είχε δεχθεί στην έξοδο της προηγούμενης πόλης, σαν τείχος είχαν ορθωθεί να τον διώξουν, ολες οι αμαρτίες των σκέψεών τους επάνω του, πέτρες και ξύλα του πέταξαν καθώς και σφαίρες. Η μία των έγδαρε στο πόδι, μπήκε-βγήκε, την ζημιά της όμως την έκανε. Εβαλε κάτι βότανα που ήξερε επάνω της, κάτι κάνανε, ο πόνος όμως δεν λιγόστευε. Θα ήθελε να είχε την Αρίσβη κοντά του, την κόρη του χοιροβοσκού που ήταν τόσο ωραία και αγνή που ήξερε απο γιατρικά και μίλαγε με τα νεραϊδόπαιδα τις νύχτες του καλοκαιριού. Χάθηκε όμως και εκείνη όταν οι άνθρωποι εισέβαλαν στον κόσμο τους και ληστρικά εκτόπισαν τους θεούς τους.
Χάραμα. Στάθηκε ν’ απολαύσει τη δροσιά. Μπροστά του απλωνόταν ένα φαράγγι τεράστιο και στους πρόποδές του μερικά σπιτάκια, κάτι σαν οικισμός, μερικά σπίτια, άσπρα, πορτοκαλιά, κόκκινα, ένας μώλος για πλοιάρια και μετά νερό. Το φοβόταν το νερό, το είχε ότι ήταν κάτι σαν θάνατος, αυτός ήταν των δασών και των ορέων, καμμία σχέση δηλαδή. Είχε φθάσει στο τέλος του δρόμου και το ήξερε. Κάθισε σε μία ρεματια και αναλογίστηκε την παλιά του ζωή, τότε που ήταν νέος και όλοι λάτρευαν τους μύθους του, λάτρευαν τους θεούς και τους μηχανοκίνητους δαίμονες ούτε που τους ονειρεύτηκαν ποτέ. Λάτρευαν εκείνον οι γυναίκες, όπου στις γιορτές του παρέσερναν τους άντρες και επιδίδονταν σε ξέφρενο έρωτα για χάρη της γονιμοποιήσης, το κρασί να ρέει μαζί με τα φιλιά, τις αγκαλιές και τις υποσχέσεις για τα πάντα. Μετά γύρναγαν στις σκληρές καθημερινότητες με τους πολέμους, τους θανάτους, τους λοιμούς, πάντα όμως γλυκιά έμενε η ανάμνησή του, οι στιγμές ξενοιασιας, μέχρι την επόμενη φορά. Ηταν η σωτηρία τους και το ήξερε.
Ξημέρωνε γρήγορα. Αρχισε να κατεβαίνει το βουνό σταθμεύοντας πότε εδώ, πότε εκεί. Τον μυρίστηκαν τα σκυλιά και άρχισαν να γαυγίζουν μανιασμένα. Να προφτάσει μόνο, θα ήθελε, μόνο να προφτάσει να κρυφτεί. Χωρίς να τον πιάσουν. Γιατί τότε ο θάνατος θα ήταν αργός, θα τον έσερναν απο τόπο σε τόπο, θα τον εξευτέλιζαν όπως κανανε τις αρκούδες παλιά-μακρινούς συγγενείς του. Κρύφτηκε πίσω απο ένα βουστάσιο, μόλις άνοιξε η πόρτα χώθηκε μέσα και μπερδεύτηκε μες τις αγελάδες. Ως εδώ καλά.
Η κυρά εμφανίσθηκε μαζί με τη πνοή του ανέμου, μύρια φύλλα την ακολουθούσαν με χάρη. Εφερε έναν κουβά και ένα σκαμνάκι για ν’αρμέξει τις αγελάδες. Τα χέρια της δούλευαν και το γάλα πιτσίλαγε τη φούστα της. Υστερα απο λίγο σταμάτησε μπροστά στα δικά του πόδια. Κατσικίσια. Σήκωσε τα μάτια προς τα πάνω. Το χέρι της έπνιξε μιά κραυγή, αλλά δεν την ξεστόμισε. Πρώτη φορά άραγε έβλεπε φαύνο? Καλή ερώτηση. Τρίκλισε και την έπιασε. Την έσφιξε και εκείνη αφέθηκε.
«Σε περίμενα πολύ καιρό» του είπε. «θα σε βοηθήσω να φύγεις, εφόσον μαζί σου με πάρεις». Υποσχέσεις και ανταλλάγματα. Η ζωή του όλη.
Περίμεναν το σούρουπο κάνοντας έρωτα πάνω στ’ άχυρα. Οι αγελάδες χαμογελούσαν. Το γάλα θα ήταν ζαχαρένιο αύριο. Μόλις νύχτωσε πήγαν πρός τον μώλο, μπήκαν στη μικρότερη βάρκα. Εκείνος δεν ήθελε να πλησιάσει όμως η κυρά τον έπεισε ότι ηταν ο μόνος δρόμος για τη λύτρωση. Πήρε τα κουπιά και αφέθηκαν να κυλήσουν στο πράσινο νερό που έμοιαζε με γρασίδι την άνοιξη. Και τους πήρε το κύμα, τους πήρε η ζωή. Για μιά άλλη στράτα, μιά άλλη γή. Οπου.