Καλώς τα δεχτήκαμε

Φύγανε την Παρασκευή αεροπορικώς τα εγγόνια με τη νύφη μου για το νησί της, θα μείνουν όλο τον Αύγουστο θεού θέλοντος. Ο Μάρκος έμεινε πίσω, έχει να δουλέψει, μέχρι τις 20/8 και μετά θα πάει και αυτός διακοπές στο νησί για άλλες 10 ημέρες.

Χθές το πρωϊ την ώρα που έβγαζε ο Β τα σκουπίδια ήρθε μούρη με μούρη με το ζευγάρι γιού μας-γκόμενας που μπαίνανε στο γκαράζ. Κόκκαλο ο Β, ξεροκατάπιε η γκόμενα, κύτταγε αλλού ο Μαρκος.  Ηρθε επάνω άνω-κάτω, κάθισε σε μιά καρέκλα.. να συνέλθει..άρχισε τις περιγραφές. Ζουμερές.. και δώστου να σκουπίζει το μέτωπό του..

Με το που έφυγε η γάτα με τα γατάκια, ο κεραμιδό-γάτος έμπασε την άλλη. Ξένη είναι, Μολδαβή. Πολύ ωραία γυναίκα, όχι ατροφικά αδύνατη σαν αυτές τις δολιες που βλέπουμε στα περιοδικά, λεπτή με καμπύλες στις σωστές θέσεις. Δείχνει μεγαλύτερή του – φαντάζομαι ότι αυτό τον ξετρελλαίνει.  Πάντως του Β. τα μάτια πεταχτήκανε έξω. 

Χθές το βραδάκι τους κάλεσα και φάγαμε σπίτι. Στη βεράντα, με κατεβασμένες όμως τις τέντες γιατί ο κόσμος είναι κακός. Είναι μικροβιολόγος και εργάζεται σε ένα ιατρικό κέντρο. Χωρισμένη λέει ότι είναι με ένα κοριτσάκι, ζεί στον Πειραιά. Ο γιός μου την έχει δαγκώσει γερά τη λαμαρίνα, πέρα απο το σέξ πρέπει να τη θαυμάζει και απεριόριστα. Και δεν ήταν ο μόνος, του Β δεν του κατέβαινε μπουκιά και στο τέλος χώθηκε στην τουαλέττα.

Τα βλέπεις κυρά Λένα? Τα βλέπω.

Τώρα..τι?

επιστροφή

των ασώτων. Γυρίσαμε απο Κύθηρα. Φιλοξενούμενοι είμασταν μιάς παλιάς φίλης που συνταξιοδοτήθηκε και γύρισε στο νησί. Ωραίο μέρος, πλούσιο με χαρωπούς κατοίκους και πολύ φιλόξενους. Κάναμε και μερικά μπάνια.

Τι ζέστη είναι αυτή εδώ πέρα? Χάσαμε τη λαλιά χθές που φθάσαμε στο λιμάνι.

Ούφ!  

L’apres midi d’un faune

Τη πρόσκληση μου την έκανε η Ζουζουνα, γράφω λοιπόν μία ιστορία βάσει φωτογραφίας. Η φωτογραφία ΔΕΝ κατεβαίνει, σας παραπέμπω πάλι στη ζουζούνα για να τη δειτε  

Κάλπαζε για πολλές νύχτες πάντα δίπλα σε ρυακια. Για να δροσίζεται και να πίνει. Για να βρίσκει και φαγητό, όλο και κάτι φύτρωνε δίπλα σε νερά. Την ημέρα κατέφευγε σε τρύπες των δένδρων ή αν ήταν τυχερός σε σπηλιές. Μακριά απο την οποιαδήποτε ανθρώπινη παρουσία. Είχε μάθει να αποφεύγει τους ανθρώπους, κάτι με τις άγριες ματιές τους,  τα όπλα τους και τα σχοινιά που προσπαθούσαν να τον παγιδέψουν τον τρόμαζαν. Τους ενδιέφερε αφάνταστα γιατί ήταν ο τελευταίος του είδους του. Ο τελευταίος που προπορευόταν ελεύθερος. Ο τελικός κρίκος της παλιάς θρησκείας. Εκείνοι θέλανε να πιάσουν ένα μύθο. Εκείνος ήθελε να παραμείνει μύθος.

Είχε όμως αποκάμει. Η μία του γάμπα είχε πιάσει πύον, απο ένα χτύπημα που είχε δεχθεί στην έξοδο της προηγούμενης πόλης, σαν τείχος είχαν ορθωθεί να τον διώξουν, ολες οι αμαρτίες των σκέψεών τους επάνω του, πέτρες και ξύλα του πέταξαν καθώς και σφαίρες. Η μία των έγδαρε στο πόδι, μπήκε-βγήκε, την ζημιά της όμως την έκανε. Εβαλε κάτι βότανα που ήξερε επάνω της, κάτι κάνανε, ο πόνος όμως δεν λιγόστευε. Θα ήθελε να είχε την Αρίσβη κοντά του, την κόρη του χοιροβοσκού που ήταν τόσο ωραία και αγνή που ήξερε απο γιατρικά και μίλαγε με τα νεραϊδόπαιδα τις νύχτες του καλοκαιριού. Χάθηκε όμως και εκείνη όταν οι άνθρωποι εισέβαλαν στον κόσμο τους και ληστρικά εκτόπισαν τους θεούς τους.

Χάραμα. Στάθηκε ν’ απολαύσει τη δροσιά. Μπροστά του απλωνόταν ένα φαράγγι τεράστιο και στους πρόποδές του μερικά σπιτάκια, κάτι σαν οικισμός, μερικά σπίτια, άσπρα, πορτοκαλιά, κόκκινα, ένας μώλος για πλοιάρια και μετά νερό. Το φοβόταν το νερό, το είχε ότι ήταν κάτι σαν θάνατος, αυτός ήταν των δασών και των ορέων, καμμία σχέση δηλαδή. Είχε φθάσει στο τέλος του δρόμου και το ήξερε. Κάθισε σε μία ρεματια και αναλογίστηκε την παλιά του ζωή, τότε που ήταν νέος και όλοι λάτρευαν τους μύθους του, λάτρευαν τους θεούς και τους μηχανοκίνητους δαίμονες ούτε που τους ονειρεύτηκαν ποτέ. Λάτρευαν εκείνον οι γυναίκες, όπου στις γιορτές του παρέσερναν τους άντρες και επιδίδονταν σε ξέφρενο έρωτα για χάρη της γονιμοποιήσης, το κρασί να ρέει μαζί με τα φιλιά, τις αγκαλιές και τις υποσχέσεις για τα πάντα. Μετά γύρναγαν στις σκληρές καθημερινότητες με τους πολέμους, τους θανάτους, τους λοιμούς, πάντα όμως γλυκιά έμενε η ανάμνησή του, οι στιγμές ξενοιασιας, μέχρι την επόμενη φορά. Ηταν η σωτηρία τους και το ήξερε.

Ξημέρωνε γρήγορα. Αρχισε να κατεβαίνει το βουνό σταθμεύοντας πότε εδώ, πότε εκεί. Τον μυρίστηκαν τα σκυλιά και άρχισαν να γαυγίζουν μανιασμένα. Να προφτάσει μόνο, θα ήθελε, μόνο να προφτάσει να κρυφτεί. Χωρίς να τον πιάσουν. Γιατί τότε ο θάνατος θα ήταν αργός, θα τον έσερναν απο τόπο σε τόπο, θα τον εξευτέλιζαν όπως κανανε τις αρκούδες παλιά-μακρινούς συγγενείς του. Κρύφτηκε πίσω απο ένα βουστάσιο, μόλις άνοιξε η πόρτα χώθηκε μέσα και μπερδεύτηκε μες τις αγελάδες. Ως εδώ καλά.  

Η κυρά εμφανίσθηκε μαζί με τη πνοή του ανέμου, μύρια φύλλα την ακολουθούσαν με χάρη. Εφερε έναν κουβά και ένα σκαμνάκι για ν’αρμέξει τις αγελάδες. Τα χέρια της δούλευαν και το γάλα πιτσίλαγε τη φούστα της. Υστερα απο λίγο σταμάτησε μπροστά στα δικά του πόδια. Κατσικίσια. Σήκωσε τα μάτια προς τα πάνω. Το χέρι της έπνιξε μιά κραυγή, αλλά δεν την ξεστόμισε. Πρώτη φορά άραγε έβλεπε φαύνο? Καλή ερώτηση. Τρίκλισε και την έπιασε. Την έσφιξε και εκείνη αφέθηκε.

«Σε περίμενα πολύ καιρό» του είπε. «θα σε βοηθήσω να φύγεις, εφόσον μαζί σου με πάρεις». Υποσχέσεις και ανταλλάγματα. Η ζωή του όλη.

Περίμεναν το σούρουπο κάνοντας έρωτα πάνω στ’ άχυρα. Οι αγελάδες χαμογελούσαν. Το γάλα θα ήταν ζαχαρένιο αύριο. Μόλις νύχτωσε πήγαν πρός τον μώλο, μπήκαν στη μικρότερη βάρκα. Εκείνος δεν ήθελε να πλησιάσει όμως η κυρά τον έπεισε ότι ηταν ο μόνος δρόμος για τη λύτρωση. Πήρε τα κουπιά και αφέθηκαν να κυλήσουν στο πράσινο νερό που έμοιαζε με γρασίδι την άνοιξη. Και τους πήρε το κύμα, τους πήρε η ζωή. Για μιά άλλη στράτα, μιά άλλη γή.   Οπου.

Κατασκήνωση

Γύρισαν το σβκ τα εγγόνια απο την κατασκήνωση που είχαν πάει. Πήγαμε εμείς και τα παραλάβαμε γιατί οι γονείς τους δεν μπορούσαν. Τρόμαξα που τα είδα, κατακίτρινα σαν φλουρί, αδυνατισμένα και νευριασμένα.

Υποτίθεται ότι πάνε κατασκήνωση για κάτι καλύτερο απο το σπίτι, για να περάσουν όμορφα, να κάνουν παρέες, μήπως μάθουν και 5 πραγματάκια. Φώς φανάρι απ’οτι είδα, δεν τα προσέχουν εκεί τα παιδιά. Δεν ξέρω τι τους δίνουν και τρώνε, έχουν χάσει πολύ βάρος και δεν τα παίρνει, είναι κατάκοπα και άϋπνα. Ο εγγονός μου έκανε διάρροια όλη μέρα χθές μέχρι που πήρε φάρμακα, τον έβαλα στο κρεββάτι και του έφτιαξα μία σούπα. Η μικρή είχε υψηλό πυρετό. Ηρθε ο γιατρός διέγνωσε ηλίαση και υπερκόπωση. 

Εντάξει και οι των κατασκηνώσεων πρέπει να ζήσουν είναι ανάγκη όμως τα παιδιά με το που θα τελειώσουν το κανονικό σχολείο, να μην έχουν ούτε μία εβδομάδα ανάπαυλας να τους πείθουν οι γονείς τους ότι μακριά θα είναι καλύτερα, μόνο και μόνο για να μην τα έχουν μέσα πόδια τους? Γιατί αυτό φοβάμαι ότι συμβαίνει. Και μόλις γυρίσουν απο την κατασκήνωση και γίνουν πάλι καλά (το ίδιο έγινε και πέρυσι), ξούτ, τα στέλνουν στους άλλους παπουδες στο χωριό, πάλι για να είναι πιο ελεύθεροι. Τα πάντα για την πάρτη τους δλδ.

Ολα αυτά τα βρίσκω πολύ εγωιστικά.

Το φτηνό φαϊ

ούε οι σκύλοι δεν το τρώνε. Πήρε η νύφη μου κάτι ρούχα απο τους Κινέζους και σκίστηκαν αμέσως. Σήμερα μου τα έφερε για μαντάρισμα, να περισσώσω ότι μπορώ. Δύο παντελόνες απο ύφασμα λεπτό σαν χαρτί, ούτε η βελόνα δεν το πιάνει. Μπαλώνεις δεξιά και σκίζεται αριστερά. Πολύ χαμηλή η ποιότητά τους. Κοροίδεύουν τον κόσμο που βλέπει φτήνια και ορμάει νομίζοντας ότι κάνουν οικονομία.

Απο την άλλη τα καλά ρούχα κοστίζουν πολλά και ο κόσμος δεν μπορεί να τα πληρώνει. Αυτοί που μπορούν δεν έχουν γραμμάτια, παιδιά, υποχρεώσεις. Ζούν με τους γονείς τους και κάνουν και τους άνετους. Οι υπόλοιποι κάνουν ότι μπορούν. Παίρνουν μερικά καλά κομμάτια γιατί στην Ελλάδα η φίρμα μετράει και τα ανακατεύουν μεταξύ τους.

Δύο μέρες το πιλατεύω το κινέζικο ρούχο. Δεν στέκεται με τίποτα, λές και δεν θέλει να αλλάξει σε κάτι άλλο απο αυτό που είναι. Κουρέλι. Στη νύφη μου δεν θα πώ τίποτα. Ισως να το καταλάβει απο μόνη της.

Θέλω-θέλεις-θέλει

Ολοι κάτι θέλουμε. Θέλει ο Β να μείνουμε εδώ όλο το καλοκαίρι ωσπου να ταχτοποιηθούν τα παιδιά και να μην έχουν την ανάγκη του, θέλει να πιστεύει ότι τον έχουν ανάγκη, και μετά να πάμε διακοπές για μπάνια κυρίως.

Θέλει ο Μάρκος να πάμε τώρα διακοπές ωστε τον Αύγουστο να γυρίσουμε εμείς πίσω να κάτσουμε στο μαγαζί και εκείνος να φύγει με την οικογένειά του για το νησί.

Θέλουν τα εγγόνια μας να μείνουν μαζί μας, μακρυά απο τους γονείς τους για να γίνονται όλα τους τα χατήρια

Θέλει η μικρή μου νύφη να πάει με κάτι φίλες της στη Κρήτη τώρα και ψάχνει τρόπους να μου αφήσει τα παιδια.

Ο Β δεν θέλει να τρέχει πίσω απο τα μικρά τώρα, αλλά πίσω από το γιό του που μετακομίζει-τοποθετείται.

Ο Πέτρος και η Μ δεν θέλουν να πάνε διακοπές τώρα που στήνουν το νέο τους σπιτικό, γι’ αυτούς είναι κάτι σαν διακοπές-αλλαγή, θέλουν να φύγουν τον Σεπτέμβριο, αφού ανοιξουν τα σχολεία.

Ο γιατρός μου απαγόρεψε να ξαναμπώ στη θάλασσα η εναλλαγή κρύου-ζεστού βλάπτει την καρδιά μου. Πάνε λοιπόν τα μπάνια και οι ώρες στην παραλία. Να πάω διακοπές για να κάθομαι στο ξενοδοχείο ή να παίζω μπιρίμπα τα βράδυα, κάθομαι και σπίτι.

Θέλει η Ρωσίδα να φύγει για την πατρίδα της, τον βαρέθηκε μάλλον τον Β, θεωρεί ότι δεν τις δίνει αρκετά για ότι του προσφέρει. Θα πάει να γίνει στάρ του σινεμά μας είπε και φεύγει τέλος Ιουλίου.

Θέλει η φίλη μου η Αννα να μετακομίσει μαζί με την κόρη της στα Πετράλωνα, να φύγει απο τη γειτονιά. Μιά-μιά οι φίλες ή πανε μαζί με τα παιδιά τους, κάτι σαν κοινωνική ασφάλιση ή πεθαίνουν. Θέλω να μιλάω σε ανθρώπους αλλά μόνο με τις μηχανές καταλήγω.

Αντε να συντονίσω τα θέλω όλων μας

Τσιγάρο

Κάθε πρωϊ την τελευταία εβδομάδα, νωρίς πάω κάτω στη νύφη μου και πίνουμε μαζί καφέ. Η ώρα 6.00, ή και 6.30, η συννενόηση γίνεται με μήνυμα στο κινητό. Τόμαθα και αυτό, δηλαδή να στέλνω γραπτά μηνύματα, μου αρέσει κιόλας. Ο Β. ούτε να τ’ ακούσει, τα θεωρεί αντίστοιχα με την αναρρίχηση στο Εβερεστ. Ετσι περιμένω το μήνυμα, και κατεβαίνω.

Με περιμένει. Είναι ξεκούραστη και χαμογελαστή. Ολα μου τα προβλήματα ξεχύνονται σαν τον τραχανά στον ήλιο με το χαμόγελό της. Ενα χαμόγελο ευδαιμονίας και χαράς που με συναντά, έτσι νομίζω τουλάχιστον. Στους άλλους βλέπουμε μάλλον αυτά που λαχταράμε.

Μιλάμε, της λέω, μου λέει, ακούει, ακούω. Σκέφτομαι φωναχτά. Καπνίζω ότι τσιγάρα βρώ, ακόμη και πούρα. Παλιά βούταγα την άκρη του πούρου σε κονιάκ, γινόμουνα φέσι αλλά είχε το γούστο του. Πάνε μάλλον αυτά.

Οι εντυπώσεις της απο το νέο σπίτι πολύ θετικές, της αρέσει η διαρρύθμιση και δεν την ενοχλούν οι πολυκατοικίες απέναντι και ο θορυβώδης δρόμος. Είχα αγωνία γιατί πρίν ζούσε στην εξοχή. Μη φύγει και πάρει τον γιό μου μαζί της μακρυά μας. Μη φοβάσαι τόσο λέω στον εαυτό μου, παλιά όλο εσύ έφευγες σε δουλειές ταξίδια, τώρα που δεν μπορείς έχεις και απαιτήσεις..ο εαυτός μου με μαλώνει, συνέχεια.

Ο γιός μου δέν άλλαξε και πολυ, όπως τον θυμάμαι είναι, κάθε απόγευμα πάει ο Β κάτω να τους βοηθήσει, να συνδέσει, καρφώσει, αλλάξει, κρεμάσει πράγματα, παίρνει και το μεζεδάκι του, γυρίζει μετά απο κανένα δίωρο ευτυχής. Είναι αποδεκτός απο αυτούς και τον αγαπάνε κιόλα. Αυτό του δίνει φτερά.

Να καπνίσω λίγο ακόμη, όσο μπορώ να απολαμβάνω τη δροσιά του πρωινού πρίν η πόλη ξυπνήσει. Θα μπορέσω άραγε ποτέ να τιθασσεύσω τους φόβους μου?