Ξώβεργες

Σαν το ξεχασμένο γάλα που βράζει και ξεχυλίζει είναι ο θυμός μου. Εβρασε, ξεχύλισε το μπρίκι και αφρισμένο ξεχύθηκε στη κουζίνα. Απλώθηκε, κατάκαψε και έμεινε να κρυώσει, αργά πάνω στο εμαγιέ. Κρυώνοντας πέθαινε, λίγο-λίγο. Οταν η νοικοκυρά το πήρε είδηση, πήρε το σφουγγάρι και το καθαρισε. Το γάλα πετάχτηκε χωρίς ούτε μία δέηση. Αδοξα.

Αισθάνομαι πολύ πατημένη, απαξιωμένη, στα πρόθυρα της κατάθλιψης. Ισως ήδη έχει έρθει η ασθένεια αυτή, γραπώθηκε μέσα μου και με μασουλίζει λίγο-λίγο. Το σαράκι της λύπης τρώει τοσοδούλικα κομματάκια, ανεπαίσθητα, που όμως συσσωρεύονται και τελικά όταν κάποιος σκύψει να κυττάξει λείπει ένα μεγάλο κομμάτι. Που δεν αναπληρώνεται γιατί ο άνθρωπος δεν αλλάζει. Αυτά που νομίζουν οι άπειρες νυφούλες ότι, μετά το γάμο, θα τον αλλάξουν τον λεγάμενο, κακόμοιρες ΄κοπελίτσες, αυτές θα αλλάξουν, θα πνιγούν στα δάκρυα και μετά θα χρειαστεί να πάρουν θέση.

Είμαι σε απόγνωση που δεν έχει να κάνει με τη καθημερινότητά μου. Πορεύομαι, χαρούμενη για τον ευρύτερο κόσμο, ίσως και να είναι μέρες που είμαι. Το κενό μέσα μου μεγαλώνει σαν το αφρισμένο γάλα, όλα τα έχω δώσει, έχω ψάξει τον πάτο τους ταγαριού της ζωής μου, με τα χέρια, με φακό για να μη μου ξεφύγει ψίχουλο, τον έχω αναποδογυρίσει κιόλα, το μέσα έξω μου πάνω-κάτω για να δώσω ό,τι έχω και δεν έχω στην οικογένειά μου και έρχεται η στιγμή της υπέρτατης απαξίωσης, φταίω και απο πάνω που απαιτώ να ζήσω αξιοπρεπώς, φταίω που ζητάω ποιότητα ζωής, φταίω που λέω το παράπονό μου στους άλλους, φταίω που ζητάω αντάλλαγμα στην αγάπη που δίνω.

Αυτά έχεις να μου δώσεις, ξέρω. Το ήξερα εδώ και χρόνια, χρήματα, κοινωνική θέση, ασφάλεια, υγεία, προστασία. Τα χάδια σου τα φύλαγες για την αρχή του γάμου μας. Υστερα πέταξαν σαν τα πουλάκια μετά τις ντουφεκιές, φτερά στον άνεμο. Δεν γύρναγες με άλλες, όχι αυτό δεν έγινε ποτε, απλά δεν σε ενδιέφερε το σέξ. Υπάρχει άντρας που δεν ενδιαφερεται; Υπάρχει γιατί την ανάγκη την διοχέτευσε αλλού: Μακρυά μου..κάπου. Στέρεψε η στοργή και έμεινε η απαξίωση. Ο,τι κάνεις είναι τέλειο, ό,τι κάνω στραβό. Και το γεγονός ότι αναπνέω με το στόμα και όχι με τη μύτη, εξαίρεση.

Βούλιαξα σιγά-σιγά ενώ και κολύμπι ήξερα και σωσίβιο είχα. Ούτε που το κατάλαβα οτι έχανα εκατοστά. Αρχισα να το καταλαβαίνω όταν ξεσπούσε κρίση. Χάλασε ένας γλόμπος. «Αλλαξέ τον εσύ, εγώ δεν μπορώ ή άσε με τώρα δεν βλέπεις ότι δουλεύω;» Εμαθα και τα ηλεκτρικά. Αμα όμως χαλάσει η ασφάλεια δεν τα καταφέρνω, φοβάμαι. Ετσι ζήταγα τη βοήθειά του και μου την έδινε, βρίζοντάς με μέσα απο τα μουστάκια του, στην αρχή με αει στο διάολο και μετά με κατάρες να ψοφίσω. Για τη δουλειά του ενδιαφερόμουνα παλιά. Μετά όμως απο έναν καυγά τρικούβερτο γιατί δεν βρήκα τον προσανατολισμό μου στο χάρτη, με απείλησε και τραβήχτηκα. Δεν ξαναρώτησα ποτέ.

Δεκαπέντε χρόνια ζωής κύλησαν έτσι. Αξια είμαι που δεν έφυγα, που δεν τον παράτησα. Σαν τα ποντικάκια, φοβόμουνα τη μοναξιά, μη με σκοτώσει κιόλας αν σήκωνα κεφάλι. Οταν θυμώνει, ουρλιάζει και βρίζει, με απειλεί και γίνεται βίαιος.

Το καβούκι μου η φωλιά μου. Εκεί έχω όλα τα απαιτούμενα για φυγές. Οσο ζήσω ακόμη.

Θέλω να ευχαριστήσω τη Λένα που με δέχτηκε να συμμετέχω στο ωραίο της εικονικό σπίτι. Ισως τα καταφέρω να ελπίζω

Ισιδώρα